ΟΥΡΟΛΟΙΜΩΞΗ ΚΑΙ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ

Ουρολοίμωξη καλείται κάθε λοίμωξη (συνήθως βακτηριακή) που προσβάλλει κάποιο τμήμα του ουροποιητικού συστήματος. Φυσιολογικά τα ούρα είναι στείρα μικροβίων δηλαδή δεν περιέχουν μικροοργανισμούς. Όταν όμως μικροοργανισμοί εισέλθουν στο ουροποιητικό σύστημα τότε μπορούν να πολλαπλασιαστούν και να προκαλέσουν λοιμώξεις τις λεγόμενες ουρολοιμώξεις.
Ο κύριος παράγοντας που ευθύνεται για την ουρολοίμωξη είναι το βακτήριο Escherichia coli που είναι γνωστό και ως κολοβακτηρίδιο. Οι πιο κοινοί τύποι ουρολοίμωξης είναι η οξεία κυστίτιδα (στην ουροδόχο κύστη) και η ουρηθρίτιδα (στην ουρήθρα). Σοβαρότερες όμως θεωρούνται οι λοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος (πυελονεφρίτιδα, σπειραματονεφρίτιδα). Τα βασικότερα συμπτώματα είναι η συχνουρία, η ενόχληση κατά την ούρηση και τα θολά ούρα. Οι ουρολοιμώξεις παρά τα «θορυβώδη» συμπτώματά τους αντιμετωπίζονται σχετικά εύκολα με σύντομη χορήγηση αντιβιοτικών.
Διάφορες ανατομικές και φυσιολογικές μεταβολές που συνοδεύουν την εγκυμοσύνη αυξάνουν την ευαισθησία των εγκύων γυναικών στην εκδήλωση ουρολοιμώξεων όπως το μέγεθος του νεφρού, η ατονία των μυϊκών στοιβάδων του αποχετευτικού συστήματος ή η μηχανική πίεση των ουρητήρων από τη διογκωμένη μήτρα. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης υπάρχει αυξημένος κίνδυνος η βακτηριουρία να εξελιχθεί σε οξεία πυελονεφρίτιδα με κίνδυνο να προκαλέσει ακόμα και πρόωρο τοκετό. Για την αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων στην εγκυμοσύνη δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αντιμικροβιακά φάρμακα επειδή υπάρχει κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών στο έμβρυο. Μόνο οι πενικιλλίνες και οι κεφαλοσπορίνες μπορούν να χορηγηθούν ανεπιφύλακτα σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.